- υδροχρωμάτισμα
- το , υδροχρωμάτισμαός ο1) покраска клеевой или водяной краской; 2) побелка известью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek
υδροχρωμάτισμα — το, ατος υδροχρωματισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)